- παρεφθαρμένως
- παρεφθαρμένως, Adv., ([etym.] παραφθείρω)A corruptly, Eupolem. ap. Alex. Polyh.18, Gal.18(1).193.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεφθαρμένως — corruptly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεφθαρμένως — Α επίρρ. εφθαρμένα, κατεστραμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρεφθαρμένος τού παραφθείρω] … Dictionary of Greek